- λάθησις
- λάθησις, ἡ (Μ)η λησμονιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαθ-ον) + κατάλ. -ησις κατά το σχήμα μανθάνω: μάθησις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek